- τόσος
- -η, -ο / τόσος, -η, -ον, ΝΜΑ, και επικ. τ. τόσσος, -η, -ον, Α(δεικτ. αντων. συσχετική τών πόσος και όσος)1. αυτής τής ποσότητας, αυτού τού πλήθους, αυτής τής έντασης, αυτής τής διάρκειας, τέτοιος ως προς την ποσότητα, το πλήθος, την ένταση, τη διάρκεια (α. «όσα μού ζήτησες τόσα σού έδωσα» β. «τόσο το πλάτος όσο και το μήκος» γ. «οὔ τι τόσος γε ὅσος Τελαμώνιος Αἴας», Ομ. Ιλ.)2. μέχρι τέτοιο βαθμό μεγάλος ή πολύς, τόσο μεγάλος ή τόσο πολύς (α. «είχα τόση λαχτάρα να σέ δω» β. «ποτέ δεν είχε μαζευθεί τόσος κόσμος» γ. «τόσσην oἱ ἄσιν καθύπερθε καλύψω», Ομ. Ιλ.)3. μέχρι τέτοιο βαθμό λίγος ή μικρός4. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) τόσο, τόσον και τόσσον(σχετικά με ένταση) μέχρι τέτοιο βαθμό, σε τέτοιο βαθμό πολύ (α. «είναι τόσο δυνατός ο αέρας σήμερα» β. «τόσσον... πεπείρημαι», Ηρόδ.)5. (στη νεοελλ. σε λόγια χρήση) η δοτ. εν. τόσῳ με συγκριτικά ως επιτατικό επίρρημα (α. «τόσω μάλλον» — τόσο περισσότεροβ. «ὅσω ἐπὶ τὸ μεῑζον..., τόσῳ ἐχυρώτερον», Θουκ.)νεοελλ.1. (με αριθμτ.) λίγο περισσότερος, τόσο που δεν μπορώ να καθορίσω ακριβώς (α. «στα χίλια οχτακόσια τριάντα τόσα» β. «έχει διακόσιες τόσες ελιές»)2. (η αιτ. εν. τού ουδ. ως επίρρ.) α) (σχετικά με προσδιορισμό) ώς κάποιο ορισμένο σημείο («τό θέλω τόσο στενό»)β) (με συγκριτ.) ακόμη περισσότερο (α. «τόσο το χειρότερο» β. «τόσο το καλύτερο»)γ) ακριβώς όσο και κάτι άλλο, εξίσου («τόσο ο ένας όσο και ο άλλος»)δ) (με τον σύνδ. και ως μετριαστικό) όχι και πολύ («δεν είναι και τόσο τέλειος»)3. φρ. α) «είναι τόσος» — έχει ίσο περίπου μέγεθος με αυτό που δείχνω, είτε μεγάλο, είτε μικρόβ) «τόσος δα» — πολύ μικρός ή πολύ κοντός ή πολύ λίγοςγ) «τόσοι και τόσοι» — πάρα πολλοί, αμέτρητοιδ) «άλλος τόσος» ή «τόσος κι άλλος τόσος» — διπλάσιοςε) «τόσος μόνο» — σε τέτοιο βαθμό μικρός ή λίγοςστ) «τόσα ξέρεις, τόσα λες» — έχεις παντελή άγνοια ή δεν σέ βοηθά η κρίση σου να κατανοήσεις περισσότερααρχ.1. (σπάν. ποιητ.) όσος («οὐδὲ θερμὸν ὕδωρ τόσον γε μαλθακὰ τέγγει γυῑα», Πίνδ.)2. (το ουδ.) τόσ(σ)ονμόνον3. φρ. α) «ἐκ τόσου» — από τόσο χρόνο (Ηρόδ.)β) «ἐς τόσον» — σε τόσο χρόνο (Ιπποκρ.)γ) «εἰς τόσον» — τόσο πολύ επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. Η αντων. τόσος (< *totyos), συσχετική τής αντων. ὅσος, ανάγεται στον ΙΕ επιρρμ. τ. *toti «τόσο πολλοί» και συνδέεται με το αρχ. ινδ. tati «τόσος», λατ. tot, totidem «τόσοι, άλλοι τόσοι». Κατά μία άποψη, αρχικός ήταν ο τ. τού πληθ. τόσ- (σ)οι από τον οποίο σχηματίστηκε υστερογενώς ο εν. τόσος. Η λ., τέλος, απαντά και στη Μυκηναϊκή στον τ. toso].
Dictionary of Greek. 2013.